hero2-scaled-m.webp
25/Apr/2024

Η αρτηριακή υπέρταση αντιπροσωπεύει έναν κύριο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο, χρόνια νεφρική νόσο και άνοια.

Οι κατευθυντήριες οδηγίες για την υπέρταση του 2023 της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης (ESH) δίνουν έμφαση στη σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, στην αξιολόγηση καρδιαγγειακού κινδύνου, στις βέλτιστες παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής και στη φαρμακοθεραπεία.

Οι οδηγίες συνιστούν χαμηλότερο στόχο αρτηριακής πίεσης (<130/80 mmHg) για ενήλικες υψηλού κινδύνου για μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών συμβάντων.

Μια βασική διαφορά από τις αντίστοιχες οδηγίες της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ACC/AHA) είναι ότι οι ευρωπαϊκές περιλαμβάνουν υψηλότερο διαγνωστικό ουδό (>140/90 mmHg) και θέτουν στόχους θεραπείας βάσει ηλικίας.

Σημασία της ακριβούς μέτρησης της αρτηριακής πίεσης

Πριν από τη διάγνωση της υπέρτασης θα πρέπει να πραγματοποιούνται πολλαπλές μετρήσεις αρτηριακής πίεσης στο γραφείο και παρακολούθησή της, είτε στο σπίτι, είτε με περιπατητική παρακολούθηση (24ωρο Holter). Οι κατευθυντήριες οδηγίες ESH του 2023 δίνουν έμφαση στην παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης εκτός του γραφείου – εκτός από τις μετρήσεις στο ιατρείο – για τη διάγνωση της υπέρτασης.

Διαστρωμάτωση καρδιαγγειακού κινδύνου

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της ESH 2023 συνιστούν τη χρήση του ενημερωμένου εργαλείου Systematic Coronary Risk Evaluation 2 (SCORE2) για τη διαστρωμάτωση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Αυτό το μοντέλο εκτίμησης κινδύνου προέρχεται από δεδομένα από μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων χωρίς κλινική καρδιαγγειακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη και εκτιμά τον 10ετή κίνδυνο, τόσο θανατηφόρων όσο και μη θανατηφόρων συμβάντων καρδιαγγειακής νόσου, σε ενήλικες 40-69 ετών.

Οι κατευθυντήριες οδηγίες επίσης προτείνουν τη χρήση ενός ξεχωριστού εργαλείου αξιολόγησης κινδύνου για τις ηλικίες ≥70 ετών, το SCORE2-OP.

Κατηγορίες αρτηριακής πίεσης και διάγνωση αρτηριακής υπέρτασης

Οι οδηγίες ESH 2023 διατηρούν την ίδια σταδιοποίηση της αρτηριακής υπέρτασης με τις οδηγίες ESC/ESH του 2018. Συστήνεται το όριο >140/90 mmHg για τη διάγνωση της υπέρτασης, ενώ οι οδηγίες της ACC/AHA συνιστούν χαμηλότερο κατώφλι >130/80 mmHg.

Τιμές συστολικής αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ) μεταξύ 120 και 129 mmHg ή διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΔΑΠ) μεταξύ 80 και 84 mmHg αναφέρονται ως «φυσιολογικές», ενώ μεταξύ 130-139 και 85-89 αναφέρονται ως «υψηλές-φυσιολογικές».

Οι κατευθυντήριες γραμμές ESH 2023 υποδιαιρούν τα επίπεδα ΑΠ ≥140/90 mmHg σε σταδίου 1 (ΣΑΠ 140-159 / ΔΑΠ 90-99), σταδίου 2 (ΣΑΠ 160-179 / ΔΑΠ 100-109) και σταδίου 3 (ΣΑΠ>180 / ΔΑΠ>110) υπέρταση.

Στόχοι θεραπείας

Οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν στόχους θεραπείας για την αρτηριακή υπέρταση που διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία.

Στοχεύουν σε αρτηριακή πίεση <140/80 mmHg για ασθενείς ηλικίας 65-79 ετών. Για ασθενείς αυτής της ηλικιακής ομάδας με μεμονωμένη συστολική υπέρταση και για ενήλικες ηλικίας ≥80 ετών, το όριο είναι ακόμη πιο επιεικές, στοχεύοντας ΣΑΠ μεταξύ 140 και 150 mmHg.

Συστήνεται στόχος αρτηριακής πίεσης <140/90 mmHg για ασθενείς με υπέρταση και ΧΝΝ και <130/80 mmHg για ασθενείς με υπέρταση και συνυπάρχουσα στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη και εγκεφαλοαγγειακή νόσο.

Συστάσεις για έναρξη φαρμακευτικής θεραπείας

Η προώθηση παρεμβάσεων στον τρόπο ζωής για την πρόληψη, τη θεραπεία και την καθυστέρηση της εμφάνισης της υπέρτασης έχουν εξέχουσα θέση στις κατευθυντήριες οδηγίες.

Συστήνεται η έναρξη θεραπείας με αντιυπερτασικούς παράγοντες για ασθενείς που έχουν εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο και αρτηριακή πίεση ≥130/80 mmHg.

Επίσης συνιστούν την έναρξη της θεραπείας όταν η ΣΑΠ ≥140 mmHg και/ή ΔΑΠ ≥90 mmHg, ανεξάρτητα από τον υπολογισμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο ή την εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Για ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας (>80 ετών), οι κατευθυντήριες οδηγίες της ESH συνιστούν φαρμακευτική θεραπεία, όταν η ΣΑΠ είναι >160 mmHg.

Φαρμακοθεραπεία

Οι κατευθυντήριες οδηγίες ESH 2023 συνιστούν η αρχική θεραπεία να περιλαμβάνει τουλάχιστον μία από τις τέσσερις κύριες κατηγορίες: αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACEIs), αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ARBs), θειαζιδικά ή παρόμοια με θειαζιδικά διουρητικά και αναστολείς διαύλων ασβεστίου (CCBs). Εξακολουθούν να περιλαμβάνουν τους β-αναστολείς (BBs) ως προαιρετική θεραπεία πρώτης γραμμής με βάση τα στοιχεία τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών.

Δίνεται έμφαση στη χρήση των β-αναστολέων για ασθενείς με ιστορικό ισχαιμικής καρδιακής νόσου ή καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ συνιστούν επίσης τη χρήση τους στη θεραπεία άλλων καρδιαγγειακών και μη καρδιαγγειακών καταστάσεων, όπως η κολπική μαρμαρυγή, η υπέρταση στην εγκυμοσύνη και ο υπερθυρεοειδισμός.

Θεραπεία Νεφρικής Απονεύρωσης

Οι ενημερωμένες κατευθυντήριες οδηγίες της ESH 2023 συνιστούν πλέον τη θεραπεία της νεφρικής απονεύρωσης ως πρόσθετης ή εναλλακτικής θεραπείας σε ασθενείς που έχουν ανεξέλεγκτη ανθεκτική υπέρταση ή ανεπιθύμητες ενέργειες στα φάρμακα, κάτι που αποτελεί αλλαγή από τις οδηγίες ESC/ESH του 2018.

Πηγή:

www.acc.org/Latest-in-Cardiology/Articles/2024/02/05/11/43/2023-ESH-Hypertension-Guideline-Update.


dieta.jpg
25/Apr/2024

Η εκτίμηση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου (ΚΑΝ), δηλαδή η διερεύνηση της πιθανότητας να εμφανιστεί ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο, όπως καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό, αποτελεί το πρώτο βήμα για τη δημιουργία συστάσεων πρόληψης. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου υπολογίζεται τόσο σε άτομα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο («πρωτογενής πρόληψη») όσο και σε άτομα με ήδη γνωστές καρδιαγγειακές παθήσεις («δευτερογενής πρόληψη»), καθώς και σε άτομα με συγκεκριμένες παθήσεις που δημιουργούν υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (π.χ. άτομα με διαβήτη ή χρόνια νεφρική νόσο).

Για άτομα χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, ο κίνδυνος μπορεί να ταξινομηθεί ως χαμηλός, μέτριος, υψηλός ή πολύ υψηλός και αξιολογείται βάσει της ηλικίας του ατόμου, της αρτηριακής πίεσης, των επιπέδων χοληστερόλης και την κατάσταση του καπνίσματος. Άλλοι παράγοντες (π.χ. εθνικότητα, ψυχοκοινωνικοί, κοινωνικοοικονομικοί ή περιβαλλοντικοί παράγοντες) και οι συνθήκες υγείας μπορεί να τροποποιήσουν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο («τροποποιητές κινδύνου»). Ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου είναι πολύ υψηλός για όλα τα άτομα με ήδη γνωστή καρδιαγγειακή πάθηση.

Μετά από συζήτηση με τον ιατρό σχετικά με την καρδιαγγειακή νόσο συμπεραίνεται ο κίνδυνος και τα οφέλη από πιθανή θεραπεία, πάντα προσαρμοσμένα και εξατομικευμένα στις ατομικές ανάγκες. Οι αποφάσεις για τη θεραπεία θα πρέπει να βασίζονται σε μια κοινή λήψη αποφάσεων μεταξύ του εξεταζόμενου και του ιατρού.

Οι κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν σε όλους να ακολουθούν ορισμένες βασικές συστάσεις, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Αυτές περιλαμβάνουν:

  • Τη διακοπή του καπνίσματος
  • Έναν υγιεινό τρόπο ζωής όσον αφορά τη διατροφή, τη διατήρηση του επιθυμητού σωματικού βάρους και την παρουσία ικανοποιητικής σωματικής δραστηριότητας.

Οι ενήλικες όλων των ηλικιών πρέπει να στοχεύουν σε τουλάχιστον 150–300 λεπτά ανά εβδομάδα μέτριας έντασης ή 75–150 λεπτά την εβδομάδα υψηλής έντασης σωματική δραστηριότητα. Ακόμα κι αν δεν μπορείτε να πετύχετε αυτές τις συστάσεις, παραμείνετε όσο το δυνατόν πιο ενεργοί – κάθε επίπεδο δραστηριότητας είναι καλύτερο από καμία δραστηριότητα!

Η υγιεινή διατροφή είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πρόληψης της καρδιαγγειακής νόσου:

  • Υιοθετήστε μεσογειακή ή παρόμοια διατροφή
  • Αντικαταστήστε τα κορεσμένα (π.χ. γρήγορο φαγητό, κόκκινο κρέας) με ακόρεστα λιπαρά (π.χ. ελαιόλαδο, αβοκάντο)
  • Μειώστε την πρόσληψη αλατιού
  • Τρώτε περισσότερα δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα, λαχανικά και ξηρούς καρπούς
  • Τρώτε ψάρι τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα
  • Μειώστε την πρόσληψη πρόσθετης ζάχαρης
  • Συνιστάται επίσης να πίνετε όχι περισσότερο από 100 γραμμάρια αλκοόλ την εβδομάδα – συνήθως υπάρχουν μεταξύ 8 και 14 g αλκοόλ ανά ποτό.

Η χρήση φαρμάκων για τη θεραπεία παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου (π.χ. αρτηριακή πίεση, χοληστερόλη, σάκχαρο) εξαρτάται από τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Η φαρμακευτική αγωγή συνιστάται σε όλους με γνωστή καρδιαγγειακή νόσο ή και σε άτομα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο αλλά σε πολύ υψηλό κίνδυνο. Η έναρξη της θεραπείας θα πρέπει να αποφασίζεται σε ατομική βάση μέσω κοινής διαδικασίας λήψης αποφάσεων μεταξύ του εξεταζόμενου και του ιατρού.

Οι στόχοι της θεραπείας για τους παράγοντες κινδύνου (πόσο χαμηλή θα πρέπει να είναι η αρτηριακή πίεση ή η χοληστερόλη) εξαρτώνται επίσης από τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Γενικά, όσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου, τόσο πιο εντατική είναι η συνιστώμενη θεραπεία και τόσο χαμηλότεροι είναι οι στόχοι της θεραπείας.

Οι στόχοι της θεραπείας για τους παράγοντες κινδύνου θα πρέπει να επιτυγχάνονται με σταδιακή προσέγγιση. Το πρώτο βήμα είναι η επίτευξη των προτεινόμενων στόχων για την αρτηριακή πίεση και τη χοληστερόλη μέσω συστάσεων για τον τρόπο ζωής και τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής, αν απαιτείται. Μόλις επιτευχθεί το πρώτο βήμα, προχωρήστε στο δεύτερο βήμα ( για χαμηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης και χοληστερόλης), με βάση επιπλέον εκτιμήσεις (εκτιμώμενος 10ετής και δια βίου κίνδυνος, άλλες ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να συνυπάρχουν) καθώς και τις προσωπικές σας προτιμήσεις. Ο απώτερος σκοπός του δεύτερου βήματος είναι η επίτευξη των ακόλουθων βέλτιστων στόχων:

  • συστολική αρτηριακή πίεση <130 mmHg (για άτομα που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή)
  • LDLχοληστερόλη (“κακή) <70 mg/dl (για άτομα σε υψηλό κίνδυνο) ή <55 mg/dl (για άτομα με πολύ υψηλό κίνδυνο).

Οι στατίνες είναι η θεραπεία πρώτης γραμμής για άτομα που χρειάζονται φάρμακα για τη μείωση των επιπέδων LDL-C τους. Αν ο στόχος της θεραπείας (με βάση τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου ενός ατόμου) δεν επιτυγχάνεται με τη μέγιστη ανεκτή δόση στατίνης, τότε χορηγείται συνδυασμός με άλλες φαρμακευτικές ουσίες, που θα συνεισφέρουν στην περαιτέρω μείωση.

Για άτομα που χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή για να μειώσουν την αρτηριακή τους πίεση, ο τελικός στόχος θεραπείας για τη συστολική αρτηριακή πίεση είναι 120–130 mmHg για τους περισσότερους ενήλικες ηλικίας <70 ετών και <140 mmHg (μέχρι 130 mmHg εάν είναι ανεκτοί) για τις ηλικίες ≥70 ετών. Για τη διαστολική αρτηριακή πίεση, ο στόχος <80 mmHg συνιστάται σε όλα τα άτομα που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή. Η έναρξη της αντι-υπερτασικής θεραπείας (φάρμακα που μειώνουν την αρτηριακή σας πίεση) με συνδυασμό δύο φαρμάκων συνιστάται πλέον για τους περισσότερους ανθρώπους.

Για τα άτομα με διαβήτη, ο στόχος θεραπείας της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) <7,0% συνιστάται για τους περισσότερους ενήλικες. Η μετφορμίνη είναι η πρώτη γραμμή θεραπείας για τα περισσότερα άτομα με διαβήτη χωρίς καρδιαγγειακή νόσο, ενώ νεότερα φάρμακα (αγωνιστές του υποδοχέα πεπτιδίου-1 τύπου γλυκαγόνης [GLP-1RA] και γλυκόζη νατρίου αναστολείς πρωτεΐνης μεταφοράς 2 [SGLT-2]) συνιστώνται σε άτομα με διαβήτη και καρδιαγγειακή νόσο.

* Στοιχεία από τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας – ESC Guidelines on cardiovascular disease prevention in clinical practice. European Heart Journal, Volume 42, Issue 34, 7 September 2021.


123-991x614-1.jpg
20/Sep/2023

 

Η διαπίστωση πως η καρδιά ενός αθλητή διαφέρει από του μέσου ενήλικα έχει διατυπωθεί από το 1890. Σήμερα, με τη χρήση εξειδικευμένων διαγνωστικών μεθόδων, γνωρίζουμε πως η καρδιά εμφανίζει φυσιολογικές δομικές και λειτουργικές προσαρμογές στη συστηματική άσκηση, που συνοψίζονται στον όρο “αθλητική καρδιά”.

Η φυσιολογική αναδιαμόρφωση του καρδιακού μυός εξαρτάται από τις ανάγκες προπόνησης του αγωνιζομένου, όπως συμβαίνει με όλους τους μύες του σώματος. Διακρίνουμε λοιπόν διαφορετικές αλλαγές στα αθλήματα αντοχής με έντονες αερόβιες ανάγκες (δρόμοι μεγάλων αποστάσεων, ποδηλασία, κολύμβηση) και άλλες προσαρμογές στα αθλήματα δύναμης με υψηλό βαθμό αναερόβιας άσκησης (άρση βαρών, ρίψεις του στίβου).

Η καρδιά του μαραθωνοδρόμου συνήθως εμφανίζει αυξημένες εσωτερικές διαστάσεις ως και 15% συγκριτικά με άτομα ίδιου φύλου και ηλικίας που δεν αθλούνται. Αντίθετα, στην καρδιά ενός αθλητή άρσης βαρών παρατηρείται κυρίως πάχυνση των τοιχωμάτων ως και 20%.

Βεβαίως, τα περισσότερα αθλήματα χαρακτηρίζονται από συνδυασμούς αερόβιας και αναερόβιας άσκησης, όπως το δημοφιλές ποδόσφαιρο, που κατατάσσεται ως μετρίως αναερόβιο και συγχρόνως έντονα αερόβιο άθλημα. Γι’ αυτόν τον λόγο, στους ποδοσφαιριστές οι παρατηρούμενες μεταβολές στην καρδιά είναι ανάμικτης μορφολογίας, συνδυάζοντας τόσο την αύξηση των διαστάσεων των καρδιακών κοιλοτήτων όσο και την πάχυνση των καρδιακών τοιχωμάτων.

Επιπλέον, ειδικά στα αθλήματα αντοχής μειώνεται η καρδιακή συχνότητα ηρεμίας και προκαλούνται καλοήθεις διαταραχές του ρυθμού και ορισμένες μορφές αρρυθμίας, οι οποίες συνήθως εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια της άσκησης.

Πώς η έντονη άσκηση μπορεί να μεταβληθεί από ευεργετική σε βλαπτική διαδικασία για την υγεία της καρδιάς

Συνήθως, όμως, σε μια δράση υπάρχει και μία αντίδραση. Ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ορισμένα εξαντλητικά αθλήματα αντοχής, όπως το τρίαθλο, οι μαραθώνιοι, οι υπερμαραθώνιοι και το “iron man”, προσελκύουν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό συμμετεχόντων. Μελετώντας αυτούς τους αθλητές, προέκυψαν σε αρκετούς αυξημένα επίπεδα δεικτών καρδιακής νέκρωσης.

Επιπλέον, παρατηρήθηκε πως η μακροχρόνια αθλητική δραστηριότητα μετά την ηλικία των 30 ετών, με περισσότερες από 1.500 ώρες συνολικά και πάνω από 5 ώρες πολύ έντονης άσκησης την εβδομάδα, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, μιας αρρυθμίας που είναι συχνά η αιτία πρόκλησης σοβαρών αναπηριών.

Ως επακόλουθο, δημιουργήθηκε το ερώτημα αν σε ορισμένους ανθρώπους με φυσιολογική καρδιά, η συχνή επαναλαμβανόμενη και πολύ έντονη εξαντλητική άσκηση μπορεί να προκαλέσει νέκρωση των καρδιακών κυττάρων και να αποτελέσει με αυτόν τον μηχανισμό το υπόστρωμα για κακοήθεις αρρυθμίες.

Οι παραπάνω αναφερόμενες αλλαγές στη δομή της καρδιάς λόγω της άσκησης τροποποιούν τα συνήθη και αναμενόμενα ευρήματα τόσο του καρδιογραφήματος όσο και του υπερηχοκαρδιογραφήματος με τέτοιο τρόπο που μοιάζουν με αυτά που καταγράφονται σε παθολογικές καταστάσεις σαν το έμφραγμα του μυοκαρδίου, τη φλεγμονή ή και τις μυοκαρδιοπάθειες, που είναι η συχνότερη αιτία αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε νέους επαγγελματίες αθλητές.

Επίσης, ειδικά τα αθλήματα αντοχής προκαλούν μείωση της καρδιακής συχνότητας ηρεμίας και οδηγούν στην εμφάνιση διαταραχών του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού και σε ορισμένες μορφές αρρυθμίας, οι οποίες συνήθως εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια της άσκησης.

Ο ρόλος του εξειδικευμένου καρδιολόγου στη διάγνωση και παρακολούθηση των αθλητών

Σε αυτό το σημείο, αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του εξειδικευμένου καρδιολόγου, που εμπλέκεται συστηματικά στην παρακολούθηση αθλητών. Καλείται να αναγνωρίσει και να διαφοροποιήσει τα ευρήματα από τη φυσιολογική προσαρμογή της καρδιάς στην άθληση, από αυτά που οφείλονται σε παθολογικές καταστάσεις, όπως στις μυοκαρδιοπάθειες, που αρκετές φορές καταλήγουν σε τραγικά γεγονότα εντός των αγωνιστικών χώρων, ειδικά σε νεαρούς αθλητές. Επιπλέον, μια λανθασμένη διάγνωση μπορεί να στερήσει τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες και αυτό να είναι ένα γεγονός που θα στιγματίσει τη ζωή ενός νέου ανθρώπου.


shutterstock_283852199-991x661-1.jpg
20/Sep/2023

Σήμερα, η επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι που αθλούνται συστηματικά, ζουν τουλάχιστον τρία χρόνια περισσότερο από αυτούς που κάνουν καθιστική ζωή. Σε μελέτη περίπου 44.000 ενηλίκων ανδρών, η άσκηση μείωσε κατά 50% τα στεφανιαία επεισόδια, ρυθμίζοντας την αρτηριακή πίεση, διατηρώντας τα λιπίδια σε φυσιολογικά επίπεδα και βελτιώνοντας την ελαστικότητα των αγγείων του σώματος.

Στην εποχή της ραγδαίας αύξησης των ποσοστών παχυσαρκίας στον δυτικό κόσμο, η άσκηση συμβάλλει στη ρύθμιση του σωματικού βάρους, στην πρόληψη του σακχαρώδους διαβήτη, καθώς και στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος. Τα παραπάνω οφέλη έχουν τεκμηριωθεί τόσο σε υγιείς όσο και σε χρονίως πάσχοντες, καθώς και στους ηλικιωμένους.

Προκειμένου κάποιος να παραμείνει υγιής, θα πρέπει να αθλείται τουλάχιστον 150 λεπτά/εβδομάδα σε μέτρια ένταση ή 75 λεπτά/εβδομάδα με έντονη αερόβια άσκηση ή σε ισοδύναμο συνδυασμό. Για παράδειγμα, κάνοντας γρήγορο περπάτημα ή ήπιο τρέξιμο σε ταχύτητα 6.4 – 8 χλμ/ώρα ή ποδήλατο με ταχύτητα 15 – 20 χλμ/ώρα.

Σταδιακή αύξηση της αερόβιας άσκησης σε 300 min/εβδομάδα μέτριας έντασης ή 150 min/ εβδομάδα έντονης αερόβιας άσκησης ή ισοδύναμος συνδυασμός, προτείνεται για πρόσθετα οφέλη σε υγιείς ενήλικες.

Προληπτικός καρδιολογικός έλεγχος για τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες: Τι εξετάσεις πρέπει να κάνετε

Σε υγιή άτομα ηλικίας άνω των 35 ετών με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, πριν τη συμμετοχή σε όλα τα αθλήματα, θα πρέπει να προηγείται ο βασικός καρδιολογικός έλεγχος με οικογενειακό ιστορικό, φυσική εξέταση και ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας.

Όλα τα προαναφερόμενα με επιπρόσθετη τη δοκιμασία κόπωσης, θα πρέπει να ελέγχονται σε άτομα με καθιστικό τρόπο ζωής και σε άτομα με υψηλό ή πολύ υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, που σκοπεύουν να συμμετάσχουν σε εντατικά προγράμματα άσκησης ή ανταγωνιστικά αθλήματα, καθώς και σε ανταγωνιστικούς αθλητές συλλόγων.

Σε επιλεγμένα άτομα χωρίς γνωστή στεφανιαία νόσο, που έχουν πολύ υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και θέλουν να συμμετάσχουν σε υψηλής ή πολύ υψηλής έντασης άσκηση, μπορεί να απαιτηθεί η περαιτέρω εκτίμηση του κινδύνου με κάποια λειτουργική απεικονιστική εξέταση (σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου ή stress echo), με αξονική στεφανιογραφία ή υπέρηχο καρωτίδων ή μηριαίων αρτηριών.

Συστάσεις για άσκηση σε ηλικιωμένα άτομα

Σε ενήλικες 65 ετών και άνω που είναι σε καλή κατάσταση και δεν έχουν προβλήματα υγείας, με περιορισμένη όμως κινητικότητα, συνιστάται μέτριας έντασης αερόβια άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά/εβδομάδα.

Σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας με κίνδυνο πτώσεων, συνιστάται προπόνηση δύναμης με ασκήσεις για τη βελτίωση της ισορροπίας και του συντονισμού τουλάχιστον 2 ημέρες την εβδομάδα.

Πλήρης κλινική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης μιας μέγιστης δοκιμασίας κόπωσης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ενήλικες ηλικίας 65 ετών και άνω με καθιστική ζωή, που επιθυμούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες υψηλής έντασης.

Συνέχιση υψηλής και πολύ υψηλής έντασης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστικών αθλημάτων, μπορεί να πραγματοποιείται σε ασυμπτωματικούς ηλικιωμένους αθλητές (master athletes) με χαμηλό ή μέτριο καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Ακόμα και οι ασθενείς με σημαντικές καρδιακές παθήσεις, όπως έμφραγμα μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια ή μετά από διενέργεια στεφανιογραφίας ή μετά από καρδιολογικά χειρουργεία, θα πρέπει να ενταχθούν σε πρόγραμμα καρδιακής αποκατάστασης με μέτριας ως σοβαρής έντασης αερόβια άσκηση τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα για 30 λεπτά κάθε φορά, κατόπιν καρδιολογικής καθοδήγησης.

 


pexels-pixabay-302023-1200x690.jpg
31/Jul/2023

Όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος πλησιάζει ή υπερβαίνει τη θερμοκρασία του σώματος, ειδικά όταν συνδυάζεται με συνθήκες υψηλής υγρασίας, η καρδιά χτυπά πιο γρήγορα για να βοηθήσει το σώμα να αποβάλει τη θερμότητα. Σε μια ζεστή και υγρή μέρα η καρδιά μπορεί να κυκλοφορεί 2-4 φορές μεγαλύτερο όγκο αίματος ανά λεπτό συγκριτικά με μια δροσερή μέρα.

Μετανάλυση 266 μελετών (Lancet Planet Health 2022;6: e484–95) έδειξε ότι από την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1°C παρατηρήθηκε αύξηση 2,1% στη θνησιμότητα που σχετίζεται με καρδιαγγειακά νοσήματα και αύξηση 0,5% στη νοσηρότητα που σχετίζεται με καρδιαγγειακά νοσήματα. Συχνότερα καταγράφηκαν εγκεφαλικά επεισόδια και στεφανιαίες παθήσεις. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι υψηλές θερμοκρασίες αυξάνουν τον κίνδυνο νοσηρότητας λόγω αρρυθμιών και καρδιακής ανακοπής και ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος νοσηρότητας είναι η εξωνοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή.

Ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στις καρδιακές παθήσεις μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα τις ζεστές ημέρες. Για παράδειγμα, οι β-αναστολείς επιβραδύνουν την καρδιά και εμποδίζουν την ικανότητά της να κυκλοφορεί το αίμα αρκετά γρήγορα για αποτελεσματική ανταλλαγή θερμότητας. Επιπλέον τα διουρητικά χάπια αυξάνουν την παραγωγή ούρων και συνπώς τον κίνδυνο αφυδάτωσης.

Οι ειδικοί της Affidea προτείνουν σε όλους τους καρδιοπαθείς να ακολουθούν τα βασικά μέτρα προφύλαξης από τις υψηλές θερμοκρασίες:

  1. Αποφεύγετε να κυκλοφορείτε το μεσημέρι έως τις 3 μ.μ., επειδή ο ήλιος είναι συνήθως πιο δυνατός, γεγονός που σας θέτει σε υψηλότερο κίνδυνο.
  2. Φορέστε ελαφριά, ανοιχτόχρωμα ρούχα από υφάσματα που «αναπνέουν» όπως το βαμβάκι ή υφάσματα που απωθούν τον ιδρώτα. Προσθέστε καπέλο και γυαλιά ηλίου. Πριν την έξοδο, εφαρμόστε ένα αδιάβροχο αντηλιακό με τουλάχιστον SPF 15 και επαναλάβετε ξανά κάθε δύο ώρες.
  3. Μείνετε ενυδατωμένοι, πίνοντας μερικά ποτήρια νερό πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την έξοδο ή την άσκηση. Μην περιμένετε ποτέ να διψάσετε για να πιείτε νερό. Αποφύγετε τα καφεϊνούχα ή αλκοολούχα ποτά.
  4. Κάνετε τακτικά διαλείμματα όταν είστε σε εξωτερικό χώρο, βρείτε μια σκιά ή ένα δροσερό μέρος, σταματήστε για λίγα λεπτά, ενυδατωθείτε και ξεκινήστε ξανά.
  5. Ακολουθήστε τις οδηγίες του γιατρού σας και συνεχίστε να παίρνετε όλα τα φάρμακα όπως σας έχουν συνταγογραφηθεί.

Τι γίνεται αν νιώθω “άρρωστος” λόγω της ζέστης;

Αυτοί είναι 4 γρήγοροι τρόποι για να νιώσετε καλύτερα, αν αισθάνεστε “άρρωστοι” λόγω της έντονης ζέστης:

  1. Μετακινηθείτε σε δροσερό μέρος, ξαπλώστε και σηκώστε ελαφρά τα πόδια σας
  2. Πίνετε άφθονο νερό
  3. Δροσίστε το δέρμα σας, ψεκάστε ή χρησιμοποιήστε ένα σφουγγάρι με δροσερό νερό. Ζητήστε από κάποιον άλλο να το κάνει αυτό για εσάς, αν είναι δυνατόν.
  4. Τα κρύα επιθέματα ή οι παγοκύστες στις μασχάλες ή γύρω από τον λαιμό είναι μια καλή λύση ανακούφισης. Αν τα συμπτώματα επιμένουν, ζητήστε ιατρική συμβουλή.

Ζεστός καιρός και καρδιακές παθήσεις

Αν χρησιμοποιείτε σπρέι νιτρωδών για τον έλεγχο της στηθάγχης σας, θα πρέπει να προσέχετε ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι ζεστός. Το συγκεκριμένο σπρέι μπορεί να διαστείλει πολύ γρήγορα τα αιμοφόρα αγγεία σας και να προκαλέσει απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης με κίνδυνο λιποθυμίας.

Αν πάσχετε από καρδιακή ανεπάρκεια και σας έχουν συστήσει να περιορίσετε την πρόσληψη υγρών, μιλήστε με τον γιατρό σας σχετικά με άλλους τρόπους για να παραμείνετε ενυδατωμένοι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αν παίρνετε διουρητικά δισκία και έχετε ζαλάδα ή λιποθυμική τάση, ενημερώστε τον γιατρό σας. Η αγωγή σας μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με τις ανάγκες υγείας σας.

Αν λαμβάνετε συστηματική αγωγή για αρτηριακή υπέρταση και διαπιστώνετε χαμηλές τιμές στις μετρήσεις κατ’ οίκον, επικοινωνήστε με τον θεράποντα γιατρό σας για πιθανή τροποποίηση της αγωγής σας.


pexels-dominika-roseclay-895511-1200x1740.jpg
11/May/2023

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η καρδιακή λειτουργία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς η καρδιά της γυναίκας υποχρεώνεται να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της κατάστασής της, αλλά και του εμβρύου.

Η επιβάρυνση αυτή, στην πλειονότητα των περιπτώσεων αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του φυσιολογικού, όμως υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται προσεκτική, τακτική και λεπτομερής παρακολούθηση, όπως αυτή που παρέχουν τα διαγνωστικά κέντρα του Ομίλου Affidea.

Με μια σειρά τακτικών εξετάσεων, βάσει των οδηγιών του γιατρού που παρακολουθεί κάθε γυναίκα, η έγκυος γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε γυναίκα οφείλει να υποβάλλεται στις κατάλληλες εξετάσεις, ειδικά εφόσον ανήκει στις λεγόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου, ώστε να διαπιστωθεί και να διαγνωσθεί εγκαίρως τυχόν πάθηση που θα καθορίσει τη συνέχεια, το αν δηλαδή μπορεί να μείνει έγκυος ή αυτό μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή της.

Όπως αναφέρει σε άρθρο του για τις καρδιοπάθειες στην εγκυμοσύνη ο δρ Κωνσταντίνος Τσοβόλας, PhD, Καρδιολόγος του Ομίλου διαγνωστικών κέντρων Affidea, με εξειδίκευση στις κληρονομικές μυοκαρδιοπάθειες στο HEART Hospital του Πανεπιστημίου UCL στη Μ. Βρετανία, το 2004, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης διαπιστώνονται αναμενόμενες, φυσιολογικές αιμοδυναμικές αλλαγές που θέτουν πρόσθετες απαιτήσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα, ήδη από την έναρξη του 1ου τριμήνου.

Πέραν όμως από αυτή την επιβάρυνση, η οποία επίσης παρακολουθείται με συγκεκριμένες εξετάσεις, υπάρχει η περίπτωση η εγκυμοσύνη να γίνει ο «καταλύτης» που θα αναδείξει τυχόν καρδιοπάθειες της γυναίκας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η έγκυος θεωρείται πως ανήκει στις ομάδες υψηλού κινδύνου και η παρακολούθησή της μέσω εξετάσεων είναι απαραίτητη.

Η εγκυμοσύνη είναι μια χαρούμενη περίοδος για κάθε γυναίκα που ανυπομονεί να κρατήσει το παιδάκι της στην αγκαλιά της και να γίνει μανούλα. Με τις απαραίτητες εξετάσεις σε έγκυρα διαγνωστικά κέντρα όπως αυτά του Ομίλου Affidea σε όλη την Ελλάδα, κάθε γυναίκα μπορεί να παρακολουθεί πώς εξελίσσεται η εγκυμοσύνη της για τον ίδιο της τον οργανισμό και να αισθάνεται ασφάλεια κατά τη διάρκεια αυτού του μοναδικού ταξιδιού.

Καρδιαγγειακό σύστημα και εγκυμοσύνη.

Κατά τη διάρκεια του τοκετού, ακόμα περισσότερες απαιτήσεις τίθενται στο καρδιαγγειακό σύστημα. Η καρδιακή παροχή αυξάνεται επιπλέον 20% σε κάθε συστολή της μήτρας, λόγω των 300-400ml αίματος που εισέρχονται στην κυκλοφορία από την μήτρα και λόγω της αντίδρασης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος στον πόνο.

Η καρδιακή παροχή παραμένει σημαντικά υψηλότερη έως και 1-2 ώρες μετά τον τοκετό, ενώ οι καρδιαγγειακές προσαρμογές επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα περίπου έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο κίνδυνος μιας εγκυμοσύνης για τη μητέρα είναι πολύ μεγάλος και η αποφυγή ή ακόμα και ο τερματισμός της μπορεί να συστηθεί μετά από την έγκαιρη ενημέρωση του γιατρού.

Αξίζει να αναφερθεί ότι για τις περισσότερες καρδιοπαθείς εγκυμονούσες, ο κολπικός τοκετός είναι εφικτός και προτιμητέος, ενώ η καισαρική τομή ενδείκνυται μόνο για μαιευτικούς λόγους.

Οι εγκυμονούσες γυναίκες, που θεωρούνται υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σημαντικών καρδιαγγειακών επεισοδίων, πρέπει να απευθύνονται σε εξειδικευμένα και κατάλληλα οργανωμένα κέντρα με ικανό και έμπειρο προσωπικό, προετοιμασμένο για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση επικίνδυνων καταστάσεων.

Συνοψίζοντας, η εγκυμοσύνη είναι μια κατάσταση αυξημένων απαιτήσεων για το καρδιαγγειακό σύστημα και ως εκ τούτου οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να γνωρίζουν τόσο τις επερχόμενες, φυσιολογικές αιμοδυναμικές μεταβολές όσο και τις καταστάσεις υψηλού κινδύνου για την μητέρα και το έμβρυο και αρκετές φορές μάλιστα να συμβουλεύουν κατά μίας επιθυμητής ή επερχόμενης εγκυμοσύνης.


pexels-mart-production-7089332-1200x800.jpg
25/Apr/2023

 

Είναι γεγονός πως οι καρδιακές παθήσεις είναι παρούσες σε 0,5-1% των εγκύων γυναικών1 και είναι η αιτία για το 10-15% περίπου του συνόλου της μητρικής θνησιμότητας2. Η αξιολόγηση και διαχείριση των καρδιοπαθειών στις έγκυες απαιτεί τη γνώση των αναμενόμενων, φυσιολογικών αιμοδυναμικών αλλαγών που θέτουν πρόσθετες απαιτήσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα, οι οποίες εγκαθίστανται ήδη από την έναρξη του 1ου τριμήνου, προκειμένου τόσο η διατεινόμενη μήτρα όσο και το αναπτυσσόμενο έμβρυο να λαμβάνουν την επαρκή ποσότητα αίματος.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

Η αύξηση του όγκου του πλάσματος ξεκινά από την 6η εβδομάδα της κύησης (ως προσαρμογή στις αυξημένες μεταβολικές ανάγκες του εμβρύου), προσεγγίζοντας το 40-45% στο 2ο τρίμηνο και σταθεροποιείται μέχρι τον τοκετό3. Η αύξηση του όγκου του πλάσματος συνοδεύεται από μικρότερη αύξηση της μάζας των ερυθρών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα την αναιμία της κύησης εξαιτίας της προκύπτουσας αιμοδιάλυσης, έτσι ώστε ο αιματοκρίτης διαμορφώνεται περίπου στο 33-34% και η ποσότητα της αιμοσφαιρίνης στα 11-12 g/dl 4.

Καθώς η εγκυμοσύνη εξελίσεται, αυξάνεται η καρδιακή παροχή κατά 35-40% -κυρίως λόγω της αυξημένης καρδιακής συχνότητας κατά 10-20% – φθάνοντας στο μέγιστο επίπεδο την 20η εβδομάδα. Η συνυπάρχουσα πτώση των περιφερικών και των πνευμονικών αγγειακών αντιστάσεων ενδεχομένως να επιφέρει μικρή μείωση της συστολικής και περισσότερο της διαστολικής αρτηριακής πίεσης5.

Εξαιτίας της υπερδυναμικής κατάστασης, “αθώα” λειτουργικά φυσήματα μπορεί να ακουσθούν. Είναι συνήθως ήπια, μεσο-συστολικά και η έντασή τους μπορεί να αυξηθεί λόγω αυξημένης καρδιακής παροχής. Η παρουσία διαστολικών φυσημάτων καθώς και ενός συνεχούς φυσήματος στην περιοχή του μαστού μπορεί να εμφανίζονται φυσιολογικά στην εγκυμοσύνη.

Η ηχοκαρδιογραφική μελέτη ενδεχομένως να αποκαλύψει ήπια (αναστρέψιμη) υπερτροφία της αριστερής κοιλίας εξαιτίας των ταυτόχρονων αυξήσεων όγκου και καρδιακής παροχής6, μικρή αύξηση των διαστολικών διαστάσεων και των δύο κοιλιών (αν και συνήθως παραμείνουν εντός φυσιολογικών ορίων) με μικρή μείωση της τελοσυστολικής διαμέτρου της αριστερής κοιλίας και του μεγέθους του αριστερού κόλπου7. Επιπλεόν, διάταση της αορτικής ρίζας κατά 2-3mm8, ενώ μικρές βαλβιδικές ανεπάρκειες ίσως παρατηρηθούν χωρίς ιδιαίτερη κλινική σημασία. Η παροδική συστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας στο 3ο τρίμηνο και στις αρχές της λοχείας επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα μετά την μείωση της καρδιακής παροχής.

Κατά τη διάρκεια του τοκετού, ακόμα περισσότερες απαιτήσεις τίθονται στο καρδιαγγειακό σύστημα. Η καρδιακή παροχή αυξάνεται επιπλέον 20% σε κάθε συστολής της μήτρας, λόγω των 300-400ml αίματος που εισέρχονται στην κυκλοφορία από την μήτρα και λόγω της αντίδρασης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος στον πόνο9. Η καρδιακή παροχή παραμένει σημαντικά υψηλότερη εως και 1-2 ώρες μετά τον τοκετό, λόγω της προσωρινής αύξησης της φλεβικής επιστροφής, που οφείλεται στην αποσυμπίεση της κάτω κοίλης φλέβας και στην πρόσθετη μετατόπιση του αίματος από τη μήτρα προς τη συστηματική κυκλοφορία. Οι ανωτέρω καρδιαγγειακές προσαρμογές επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα περίπου έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό10.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο κίνδυνος μιας εγκυμοσύνης για τη μητέρα είναι πολύ μεγάλος και η αποφυγή ή ακόμα και ο τερματισμός της μπορεί να συστηθεί μετά από την έγκαιρη ενημέρωση του γιατρού. Έχει βρεθεί11 ότι γυναίκες με επηρεασμένη συστολική λειτουργία (κλάσμα εξώθησης <40%) ανεξαρτήτως αιτίας, είναι πολύ δύσκολο να ανταπεξέλθουν το φορτίο όγκου που επιβάλλει η εγκυμοσύνη και γι’αυτό τον λόγο, θα πρέπει να συμβουλεύονται εναντίον της. Επιπλέον, λόγω της μείωσης των περιφερικών αντιστάσεων, η κλινική εικόνα ασθενών με σημαντικές στενωτικές καρδιοπάθειες ίσως επιδεινωθεί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ακόμη, μια ήδη διατεταμένη αορτική ρίζα άνω των 40mm, είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην περαιτέρω, αναμενόμενη διαστολή με ορατό τον κίνδυνο τόσο του διαχωρισμού όσο και της ρήξης ειδικά κατά τη διάρκεια του τοκετού. Ιδιαίτερα ευπαθής ομάδα θεωρούνται οι ασθενείς με σύνδρομο Marfan και αυτό οφείλεται όχι μόνο λόγω του αυξημένου όγκου παλμού , αλλά και λόγω των ορμονικών αλλαγών που επιδρούν περαιτέρω στον αορτικό χιτώνα, που ήδη βρίσκεται σε μεγάλη τοιχωματική τάση.

Σε μια σημαντικότατη ανακοίνωση από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο του Καναδά το 2002, οι Siu et al11. είχαν προσδιορίσει τέσσερις προδιαθεσικούς παράγοντες πρωτογενών καρδιακών συμβαμάτων στην μητέρα: 1) η παρουσία αρρυθμίας ή προηγούμενου καρδιακού επεισοδίου (καρδιακή ανεπάρκεια, παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο πριν την εγκυμοσύνη), 2) το καρδιακό λειτουργικό στάδιο κατά NYHA > II ή η παρουσία κυάνωσης, 3) οι αποφρακτικές βλάβες των αριστερών καρδιακών κοιλοτήτων (επιφάνεια μιτροειδούς βαλβίδας < 2cm2, επιφάνεια αορτικής βαλβίδας <1.5cm2 ή απόφραξη του χώρου εξόδου της αριστερής κοιλίας > 30mmHg διαπιστωθείσα με ηχοκαρδιογραφία) και 4) η μειωμένη συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας (κλάσμα εξώθησης <40%). Ένα πρωτογενές ή/και δευτερογενές καρδιακό επεισόδιο συνέβει στο17% των εγκυμονούντων. Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, ο εκτιμώμενος κίνδυνος εμφάνισης ενός καρδιακού επεισοδίου σε μια εγκυμοσύνη χωρίς παράγοντες κινδύνου ήταν 5%, ενώ το ποσοστό αυξάνονταν σε 27% και 75% αντιστοίχως, αν 1 ή 2 παράγοντες κινδύνου ήταν παρόντες.

Επιπροσθέτως, η ίδια ερευνητική ομάδα11 εντόπισε πέντε προδιαθεσικούς παράγοντες εμφάνισης νεογνικών συμβάντων: 1) λειτουργικό στάδιο NYHA > II ή κυάνωση πριν την εγκυμοσύνη, 2) αποφρακτικές βλάβες των αριστερών καρδιακών κοιλοτήτων της μητέρας, 3) κάπνισμα στην εγκυμοσύνη, 4) πολύδυμες κυήσεις και 5) χρήση αντιπηκτικών κατά την εγκυμοσύνη.

Αξίζει να αναφερθεί ότι για τις περισσότερες καρδιοπαθείς εγκυμονούσες, ο κολπικός τοκετός είναι εφικτός και προτιμητέος, ενώ η καισαρική τομή ενδείκνυται μόνο για μαιευτικούς λόγους. Εξαιρέσεις αποτελούν οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή με κουμαρινικά, επειδή οι δράσεις του φαρμάκου επεκτείνονται στο κύημα, οπότε ένας κολπικός τοκετός φέρει αυξημένο κίνδυνο ενδοκράνιας αιμορραγίας για το βρέφος. Η καισαρική τομή μπορεί επίσης να αποφασισθεί σε αιμοδυναμικώς ασταθείς ασθενείς με διατεταμένη αορτή (π.χ., σύνδρομο Marfan), με σοβαρή πνευμονική υπέρταση ή με σοβαρή αποφρακτική βλάβη, όπως στένωση αορτικής βαλβίδας3.

Όλοι οι ασθενείς υψηλού κινδύνου θα πρέπει να παραλαμβάνονται από ένα κέντρο με ιδιαίτερη εμπειρία στην παρακολούθηση των αιμοδυναμικών μεταβολών του τοκετού και να με δυνατότητα άμεσης παρέμβασης, όταν χρειασθεί.

Συνοψίζοντας, η εγκυμοσύνη είναι μια κατάσταση αυξημένων απαιτήσεων για το καρδιαγγειακό σύστημα και ως εκ τούτου, οι σχετιζόμενοι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να γνωρίζουν τόσο τις επερχόμενες, φυσιολογικές αιμοδυναμικές μεταβολές όσο και τις καταστάσεις υψηλού κινδύνου για την μητέρα και το έμβρυο και αρκετές φορές μάλιστα να συμβουλεύουν κατά μιας επιθυμητής ή επερχόμενης εγκυμοσύνης. Οι εγκυμονούσες γυναίκες, που θεωρούνται υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σημαντικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων, πρέπει να απευθύνονται σε εξειδικευμένα και κατάλληλα οργανωμένα κέντρα με ικανό και έμπειρο προσωπικό, προετοιμασμένο για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση επικίνδυνων καταστάσεων είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είτε περισσότερο κατά τον τοκετό.

 

  1. Lupton M. Cardiac disease in pregnancy. Curr Opin Obstet Gynecol. 2002 Apr;14(2):137-43.
  2. Camm A., Luscher Th., Serruys P.: The ESC textbook of cardiovascular medicine: Pregnancy and the heart; 1st ed. 2006.
  3. Pregnancy and cardiovascular heart disease, in: Zipes D, Libby P, Bonow R, Braunwald E (eds): Braunwald’s Heart Disease, 8th edition. Elsevier Saunders, Philadelphia, 2007.
  4. Letsky E. Haematological changes during pregnancy. In: Oakley C (ed.). Heart disease in pregnancy, 1997.London: BMJ Publishing group.
  5. Suzanne M. Mone, MS; Stephen P. Sanders, MD; Steven D. Colan, MD. Control Mechanisms for Physiological Hypertrophy of Pregnancy. Circulation 1996.
  6. Geva T, Mauer MB, Striker L, Kirshon B, Pivarnik JM. Effects of physiologic load of pregnancy on left ventricular contractility and remodeling. Am Heart J 1997;133:539.
  7. Campos O: Doppler echocardiography during pregnancy. Echocardiography 1996; 13: 135-146.
  8. Meijboom LJ, Vos FE, Timmermans J, Boers GH, Zwinderman AH, Mulder BJ: Pregnancy and aortic root growth in the Marfan syndrome: a prospective study. Eur Heart J 2005; 26: 914-920.
  9. De Sweit M. Cardiovascular problems in pregnancy. In: Chamberlain G, ed. Turnbull’s obstetrics. Edinburgh: Churchill Livingstone, 1995:369–81.
  10. Clapp III JF, Capeless E: Cardiovascular function before, during and after the first and subsequent pregnancies. Am J Cardiol 1997; 80: 1469-1473.
  11. Siu SC, Colman JM, Sorensen S, et al. Adverse neonatal and Cardiac outcomes are more common in pregnant women with cardiac disease. Circulation. 2002; 105: 2179-2184.

 


pexels-lukas-1410143-1200x795.jpg
20/Apr/2023

 

  1. Διακόψτε το κάπνισμα. Είναι η πρώτη αιτία πρόκλησης στεφανιαίας νόσου. Ένα πακέτο τσιγάρα τη μέρα ισοδυναμεί με δεκαπλάσιο κίνδυνο εμφράγματος.
  2. Ασκηθείτε. Το γρήγορο βάδισμα, η ποδηλασία ή το κολύμπι, μόλις για 20 λεπτά τη μέρα – τέσσερις φορές την εβδομάδα, βοηθάνε να υποχωρήσει η κακή χοληστερόλη κατά 30% μέσα σε διάστημα μόλις 2 μηνών.
  3. Αλλάξτε το διαιτολόγιό σας. Μάθετε να τρώτε περίπου 5 μικρές μερίδες φρούτων και λαχανικών τη μέρα, αποφύγετε το λιπαρό κρέας και τα πλήρη γαλακτοκομικά, που είναι πλούσια σε λίπος. Αντικαταστήστε τα με πολυσακχαρίτες και μονοσακχαρίτες που θα βρείτε στο ελαιόλαδο, το ηλιέλαιο, το καλαμποκέλαιο και τους ξηρούς καρπούς. Το φολικό οξύ που περιέχουν περιορίζει τον κίνδυνο εμφράγματος κατά 19%.
    Ο χυμός φραγκοστάφυλου περιέχει φλαβονοειδή που θεωρούνται φυσικά καθαριστικά των αρτηριών. Η μαύρη σοκολάτα «αραιώνει» το αίμα και προλαμβάνει τις θρομβώσεις. Ένα γκρέιπ φρουτ τη μέρα περιορίζει κατά 46% την στένωση των αρτηριών. Τροφές πλούσιες σε Ω-3 και αντιοξειδωτικά, όπως σολομός, σαρδέλα, πράσινο τσάι.
  4. Ελέγχετε τακτικά τα επίπεδα της χοληστερόλης σας. Υψηλά επίπεδα κακής χοληστερόλης (LDL) συνδέονται με στεφανιαία νόσο, καθώς συνεπάγονται απόφραξη των αρτηριών.
  5. Ελέγχετε τακτικά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα σας. Ο διαβήτης, ως γνωστόν, συνδέεται άμεσα με τις καρδιοπάθειες.
  6. Περιορίστε την κατανάλωση αλατιού, καθώς το αλάτι μπορεί να αυξήσει την αρτηριακή σας πίεση που οδηγεί σε εμφράγματα. Ελέγχετε τις ετικέτες των συσκευασμένων τροφίμων για την περιεκτικότητά τους σε αλάτι και φροντίστε να μην καταναλώνετε περισσότερα από 6 γραμμάρια τη μέρα.
  7. Περιορίστε την κατανάλωση αλκοόλ. Ενώ ένα ποτήρι κόκκινου κρασιού μπορεί να θεωρηθεί ωφέλιμο για την καρδιά σας, περισσότερα από 3 ποτήρια αλκοόλ τη μέρα είναι επιβλαβή.
  8. Διατηρήστε χαμηλό σωματικό βάρος. Εάν είστε υπέρβαρος, ακόμη και 10% απώλεια βάρους έχει φανεί ότι ρίχνει αντίστοιχα τα επίπεδα της αρτηριακής σας πίεσης, αλλά και τις πιθανότητες να αναπτύξετε διαβήτη τύπου 2.
  9. Προσπαθείστε να ελέγχετε το άγχος σας. Αν και το στρες δεν συνδέεται άμεσα με νόσους της καρδιάς, ο τρόπος διαχείρισής του μπορεί να αποβεί μοιραίος.
  10. Επισκεφτείτε τον καρδιολόγο σας και ζητήστε του να υποβληθείτε σε καρδιολογικό έλεγχο. Γενικότερα, μετά την ηλικία των 40, ο κάθε ένας πρέπει να υποβάλλεται μία φορά το χρόνο σε τυπικό καρδιολογικό έλεγχο, που να περιλαμβάνει ηλεκτροκαρδιογράφημα, μέτρηση της πίεσης, των επιπέδων χοληστερόλης και αναλόγως του οικογενειακού ιστορικού ή της ύπαρξης παραγόντων κινδύνου για στεφανιαία νόσο, μπορεί επιπλέον να υποβληθεί σε Triplex καρδίας και δοκιμασία (test) κοπώσεως σε κυλιόμενο τάπητα.


© 2025 Konstantinos Tsovolas, All Rights Reserved



Powered By

Digital Agency, Web Design Studio, eSHOP B2B, Athens, London



© 2025 Konstantinos Tsovolas, All Rights Reserved


Powered By

Digital Agency, Web Design Studio, eSHOP B2B, Athens, London



Copyright by BoldThemes 2018. All rights reserved.